μετρικός

μετρικός
μετρι-κός, ή, όν,
A metrical,

ῥυθμοί Arist.Rh.1409a7

; οἱ μ. those learned in metres, Id.PA660a8; opp. οἱ ῥυθμικοί, D.H.Comp.17: τὰ -κά and ἡ -κή (sc. τέχνη) prosody, Arist.Po.1456b34, 38.
II by measure, opp. σταθμικός (by weight), Gal.13.417, etc.
III = μετριακός, PLond.5.1234.48 (vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετρικός — metrical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… …   Dictionary of Greek

  • μετρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το μέτρημα: Μετρική μονάδα. 2. αυτός που αναφέρεται στα μέτρα της ποίησης: Μετρικοί κανόνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… …   Dictionary of Greek

  • μετρικά — μετρικός metrical neut nom/voc/acc pl μετρικά̱ , μετρικός metrical fem nom/voc/acc dual μετρικά̱ , μετρικός metrical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίσπαστος — Μετρικός πόδας ο οποίος αποτελείται από έναν ίαμβο που προηγείται και έναν τροχαίο που ακολουθεί, δηλαδή: υ υ. Ο πόδας αυτός, που λέγεται και βακχείος από ιάμβου, κατατασσόταν από τους αρχαίους στα πρωτότυπα μέτρα. Εισηγητής του υπήρξε ο… …   Dictionary of Greek

  • σπονδείος — Μετρικός τετράσημος πόδας, της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής που αποτελείται από δύο μακρούς χρόνους ( ), από τους οποίους ο ένας προέρχεται από συναίρεση των συλλαβών (βραχείες) του δακτύλου ( υυ) ) ή του ανάπαιστου (υυ ) ). * * * ο / σπονδεῑος …   Dictionary of Greek

  • μετρικῶν — μετρικός metrical fem gen pl μετρικός metrical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρικόν — μετρικός metrical masc acc sg μετρικός metrical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρικαῖς — μετρικός metrical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρικαί — μετρικός metrical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”